Πριν πολλά πολλά χρόνια, τότες που μαθαίναμε τ' απέξω μας πλάθοντας ερωτήσεις, υποκινούμενοι κι απ' την περιέργεια, κι από πράματα που πρώτη φορά αντιλαμβανόμασταν, μιας και τα μέσα μας ακόμη αγνοούνταν, κάπως, δηλαδή, σαν κι εκείνο το παιγνίδι, την κολοκυθιά:
_"Γιατί ο Πέτρος κατουράει όρθιος;
_Και πως να κατουράει;
_Γιατί βρέχω τα πόδια μου όταν κατουράω όπως ο Πέτρος;"
Ή, όπως το άλλο, το σπασμένο τηλέφωνο, εκείνο το παιγνίδι που λέγαμε την κάθε κουτουράδα μας και χανόμασταν στα γέλια, κι αν η κουτουράδα μας δεν ήταν για γέλια γελούσαμε μονάχοι μας, κι όταν έπεφτε η καρπαζιά σταματάγαμε, αφού οι άλλοι, αντί να γελάσουν, λες και έβλεπαν κουτσουλιά στο μαλλί, ξίνιζαν τα μούτρα με την κουτουράδα μας, που ήτανε εντελώς κουτουρού, κι αρχίζανε να γελάνε με την κουταμάρα μας, που δεν ήταν και πολύ κουτουρού και, πριν αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε ό,τι ο καθείς που την είδε εξαιρετικός, κουβαλάει χύμα βλακεία στο από πίσω ταγάρι που'λεγε κι ο παππούς ο Αίσωπος κι ό,τι εκτός από το να τον χαρακτηρίζει η μαζεμένη ρόγα-ρόγα τον κάνει και διακριτό σαν τη μύγα μέσ' το γάλα που, σαν βρεθείς κατάπλατα με το ταγάρι, αναφωνείς:
_"πω πω! ένα φρόκαλο", που 'λεγε κι η μάνα μου, κι εγώ κάποτε τη ρώτησα να μου το ξηγήσει, κι αυτή βρήκε αφορμή να με ορμηνέψει:
_"Να το'χεις τετρακόσια και τα μάτια σου δεκατέσσερα, υπάρχουν κάτι φρόκαλα σαν παναγίτσες, τα ξεχωρίζεις από το μάτι", μου'πε, κι απόρησα μες την παιδική μου αθωότητα και σκέφτηκα, κάτι έκοβε κι εμένα η γκλάβα μου από τότε κι ας ήμουνα σχολιαρούδι, τι να λέει τώρα η μάνα, τι παναγίτσα και κουραφέξαλα, τι τετρακόσια και δεκατέσσερα; εγώ ξέρω την παναγίτσα, αψηλά, απάνω από την πόρτα, στο εικονοστάσι, κι ούτε τετρακόσια είναι ούτε και δεκατέσσερα και, "μάνα", την ξαναρώτηξα, "εντάξει, αλλά τι είναι αυτό το φρόκαλο που πέταξες;" γιατί, είναι αλήθεια πως πρώτη φορά το άκουγα και νόμισα πως ήταν φρούτο εποχής που δεν κρατάει απ' έξω απ' το ψυγείο.
_"Το φρόκαλο παιδί μου είναι να μην σου τύχει...", μου'πε η μάνα κι έγνεψε με το κεφάλι, αλλά εγώ, που πάλι δεν κατάλαβα καλά, της είπα, "Τι να μου τύχει, βρε μάνα μου, για παζάρεμα μ' έχεις;" και η μάνα συνέχισε απτόητη,
_"...γιατί άμα σου τύχει, ε τότε, δεν το γλιτώνεις το μασκαραλίκι, θα φτύσεις τη μουτσούνα σου" μου είπε, κι εγώ, άντε πάλι στο ψάξιμο να βρω πως γίνεται να φτύνεις τη μουτσούνα σου. Αλλά, για να μην τα πολυλογώ και για να μην καταλάβει η μάνα πως το τζιτζίκι δεν σκάμπαζε γρι. Όλη μέρα τζι και τζι τζιτζί και, ποσώς που μ' ένοιαζε στο κάτω-κάτω αν θα φτύσω τη μουτσούνα μου, αφού αυτό δεν γίνεται σκέφτηκα. Έλα μου ντε! Πως να φτύσεις τη μουτσούνα σου! Κι εξάλλου, αυτό που ήθελα να μάθω ήταν, τι εστί φρόκαλο, έκανα το λοιπόν πως το κατάλαβα και, "μάνα" της είπα, "τώρα που το εγρίκησα θα λέω, αυτό κι αν είναι σούργελο". Κι από τότες, άρχισα να κοιτάζω πρώτα στα μάτια αυτινούς για να δω κατά πούθε κοιτάει το καθένα του, αν κοιτάει κατά σούργελο, ή αν κοιτάει κατά φρόκαλο μεριά, γιατί, για να κοιτάει ίσια, άστα να πάνε, άλογο θα είναι με κείνα τα πετσιά στα μάτια. Κι αν κάποτες πετυχαίνω και κανένα, που λέει ο λόγος δηλαδή, λέω μέσα μου:
_"Α, ρε μάνα, πόσο δίκιο είχες. Μη σου καθίσει, μάνα μου! Μη σου καθίσει! Την έβαψες."
_"Γιατί ο Πέτρος κατουράει όρθιος;
_Και πως να κατουράει;
_Γιατί βρέχω τα πόδια μου όταν κατουράω όπως ο Πέτρος;"
Ή, όπως το άλλο, το σπασμένο τηλέφωνο, εκείνο το παιγνίδι που λέγαμε την κάθε κουτουράδα μας και χανόμασταν στα γέλια, κι αν η κουτουράδα μας δεν ήταν για γέλια γελούσαμε μονάχοι μας, κι όταν έπεφτε η καρπαζιά σταματάγαμε, αφού οι άλλοι, αντί να γελάσουν, λες και έβλεπαν κουτσουλιά στο μαλλί, ξίνιζαν τα μούτρα με την κουτουράδα μας, που ήτανε εντελώς κουτουρού, κι αρχίζανε να γελάνε με την κουταμάρα μας, που δεν ήταν και πολύ κουτουρού και, πριν αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε ό,τι ο καθείς που την είδε εξαιρετικός, κουβαλάει χύμα βλακεία στο από πίσω ταγάρι που'λεγε κι ο παππούς ο Αίσωπος κι ό,τι εκτός από το να τον χαρακτηρίζει η μαζεμένη ρόγα-ρόγα τον κάνει και διακριτό σαν τη μύγα μέσ' το γάλα που, σαν βρεθείς κατάπλατα με το ταγάρι, αναφωνείς:
_"πω πω! ένα φρόκαλο", που 'λεγε κι η μάνα μου, κι εγώ κάποτε τη ρώτησα να μου το ξηγήσει, κι αυτή βρήκε αφορμή να με ορμηνέψει:
_"Να το'χεις τετρακόσια και τα μάτια σου δεκατέσσερα, υπάρχουν κάτι φρόκαλα σαν παναγίτσες, τα ξεχωρίζεις από το μάτι", μου'πε, κι απόρησα μες την παιδική μου αθωότητα και σκέφτηκα, κάτι έκοβε κι εμένα η γκλάβα μου από τότε κι ας ήμουνα σχολιαρούδι, τι να λέει τώρα η μάνα, τι παναγίτσα και κουραφέξαλα, τι τετρακόσια και δεκατέσσερα; εγώ ξέρω την παναγίτσα, αψηλά, απάνω από την πόρτα, στο εικονοστάσι, κι ούτε τετρακόσια είναι ούτε και δεκατέσσερα και, "μάνα", την ξαναρώτηξα, "εντάξει, αλλά τι είναι αυτό το φρόκαλο που πέταξες;" γιατί, είναι αλήθεια πως πρώτη φορά το άκουγα και νόμισα πως ήταν φρούτο εποχής που δεν κρατάει απ' έξω απ' το ψυγείο.
_"Το φρόκαλο παιδί μου είναι να μην σου τύχει...", μου'πε η μάνα κι έγνεψε με το κεφάλι, αλλά εγώ, που πάλι δεν κατάλαβα καλά, της είπα, "Τι να μου τύχει, βρε μάνα μου, για παζάρεμα μ' έχεις;" και η μάνα συνέχισε απτόητη,
_"...γιατί άμα σου τύχει, ε τότε, δεν το γλιτώνεις το μασκαραλίκι, θα φτύσεις τη μουτσούνα σου" μου είπε, κι εγώ, άντε πάλι στο ψάξιμο να βρω πως γίνεται να φτύνεις τη μουτσούνα σου. Αλλά, για να μην τα πολυλογώ και για να μην καταλάβει η μάνα πως το τζιτζίκι δεν σκάμπαζε γρι. Όλη μέρα τζι και τζι τζιτζί και, ποσώς που μ' ένοιαζε στο κάτω-κάτω αν θα φτύσω τη μουτσούνα μου, αφού αυτό δεν γίνεται σκέφτηκα. Έλα μου ντε! Πως να φτύσεις τη μουτσούνα σου! Κι εξάλλου, αυτό που ήθελα να μάθω ήταν, τι εστί φρόκαλο, έκανα το λοιπόν πως το κατάλαβα και, "μάνα" της είπα, "τώρα που το εγρίκησα θα λέω, αυτό κι αν είναι σούργελο". Κι από τότες, άρχισα να κοιτάζω πρώτα στα μάτια αυτινούς για να δω κατά πούθε κοιτάει το καθένα του, αν κοιτάει κατά σούργελο, ή αν κοιτάει κατά φρόκαλο μεριά, γιατί, για να κοιτάει ίσια, άστα να πάνε, άλογο θα είναι με κείνα τα πετσιά στα μάτια. Κι αν κάποτες πετυχαίνω και κανένα, που λέει ο λόγος δηλαδή, λέω μέσα μου:
_"Α, ρε μάνα, πόσο δίκιο είχες. Μη σου καθίσει, μάνα μου! Μη σου καθίσει! Την έβαψες."
Αληθεια ειναι...Μη σου καθισει...!!
ΑπάντησηΔιαγραφή