Ο σταθμός των τραίνων απ' το πατρικό του δεν ήταν ούτε ένα τσιγάρο δρόμος. Δυο τζούρες. Στη δεύτερη εκπνοή κι ο καπνός αναμειγνύονταν σε μια μέθεξη μ' αυτόν του τραίνου. Τα ηχητικά κύματα σαν έμπαινε το τραίνο στο σταθμό έκαναν τα τζαμιλίκια να πάλλονται με ασίγαστο πάθος. Κι ο καπνός, ακροβατούσε, απ΄ τη μια στην άλλη άκρη της απέναντι στέγης. Βλέπεις, δεν είχαν αρχίσει ακόμη να φυτρώνουν τα τσιμεντοκούτια που στοίβαξαν ανθρωπόμορφες σαρδέλες. Σε πείσμα του ονείρου μιας ευρύχωρης ζωής. Χάριν συμφερόντων ιδιοκτητών και εργολάβων.
Η οσμή του καμένου κάρβουνου μουσκεμένη απ' τους υδρατμούς παραβίαζε τις χαραμάδες των σκεβρωμένων παραθυρόφυλλων. Μέχρι που και οι τοίχοι είχαν αποκτήσει μια ιδιόμορφη ταπισερί. Για τους επισκέπτες ευδιάκριτη, και για τους ενοίκους; άλλοτε την αντιμετώπιζαν στωϊκά ατάραχοι, κι άλλοτε ως τη γνωστή ερωμένη. Τρεις φορές ίσα με το σπίτι η αυλή και μετά ο δρόμος. Χωματόδρομος εν αρχή. Στις δυο γωνιές, δυο δέντρα. Μια βερικοκιά, μια κυδωνιά. Τα βερίκοκα ωρίμαζαν νωρίς ακολουθώντας το πρωτόκολλο της φύσης και νωρίς εξαφανίζονταν απ' τα κλαδιά, κατά το δεύτερο πρωτόκολλο. Ύστερα, εν αναμονή των κυδωνιών. Να τρίψει με την παλάμη το χνούδι και να δαγκώσει την ψωμωμένη σάρκα μέχρι το μελίρρυτο ζουμί να υγράνει τον ουρανίσκο.