Σάββατο 9 Απριλίου 2016

έρωτας στα χρόνια της χολέρας

Cosco: Mαργαριτάρι της Μεσογείου. το λιμάνι του Πειραιά
οι κακομοίρηδες και οι νοικοκύρηδες


Γιάννη μου το, Γιάννη μου το, άϊντε...
Γιάννη μου το μαντήλι σου, έλα.


Άϊντε, βρε Γιάννη μου, άϊντε, να ξεπεζέψουμε. 
Σαράντα χρόνια κλεφτουριά, αποκάμαμε Γιάννη μου, άϊντε. 
Ρίξε τ' άρματα Γιαννάκη μου δεν είναι εδώ το Σούλι. 
Εδώ είναι που να μην ήταν, Γιάννη μου, Γιαννάκη μου. Πάει πάει και πίσω δεν γυρνάει. 
Τι κατοικίδια έχουν οι Κινέζοι; Ρώτησες Γιάννη μου;

Έλα Γιάννη μου στον τόπο σου, έλα. Μην κάνεις καμιά τρέλα.
Κι απ' την πολύ χαρά, σου φύγει η μασέλα.
Γιάννη μου, Γιαννάκη μου, γεράσαμε μα μυαλό δεν βάλαμε. Πούνε τα νιάτα μας ωρέ!
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Σε γάμο ρίχνονται Γιάννη μου, Γιαννάκη μου. Σε χαροκόπι.

αν η μισή καρδιά μου βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα, 
η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται,
με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το Κίτρινο ποτάμι...



Ψάχνω για την άλλη μισή, έξι χρόνια τώρα, να, γιατρέ, μα δεν την βρίσκω.
Ούτε που την ακούω να χτυπά. Ούτε να σκιρτά τη νοιώθω.
Πέτρα έγινε βαριά. Βαριά κι ασήκωτη. Με πλάκωσε ο καημός. Kι ο θυμός αντάμα.
Θα 'ρχόμασταν, λέει, με ελπίδα. Για την ελπίδα, μωρέ!
Δεν άντεχαν αυτά τα κότσια Γιάννη μου, Γιαννάκη μου. Σμπαράλια γίνατε.

Ξεχασμένη κι αποκαμωμένη, διάφανη μα ραγισμένη. Δυο καρδιές, μισές.
Μισές απομείνανε. Ξεμείνανε από αίμα. Νυχτερίδες και αράχνες έκαναν φωλιές.
Η μια μισή εδώ κι άλλη μισή εκεί. Τώρα Γιάννη μου, Γιαννάκη μου πέρασε η ώρα.
Πάμε και μεις παιδιά και αύριο την ίδια ώρα, με νύφες και μ' αγγόνια πόλεμο θα κάνει πίσω από τις λέξεις, ο Αλέξης. Με τη ΔΝΤιά που πλάκωσε στης Καστέλας τον πύργο.

Τι το ‘χεις λερωμένο βρε Γιαννή, Γιαννάκη μου, 
τι το ‘χεις λερωμένο βρε παλικαράκι μου;

Το φλάμπουρο Γιάννη μου, το φλάμπουρο. Ψηλά το κρατάνε. Να τρομάζει ο θωρός του.
Πανί το 'καμες, Γιαννάκη μου. Ξεσκονόπανο και σφουγκαρόπανο, παλικαράκι μου.
Και κάτι άλλο Γιάννη μου το 'καμες. Σκλάβο του Αγά Χαν, σκλάβο των ιμπρεσάριων Γιαννάκη μου.
Στα βαφτίσια του σαμπάνια θ' ανοίξεις, Γιάννη μου.
Να προσέξεις Γιαννάκη μου. Την πίνουν τη σαμπάνια. Δεν την καταπίνουν.

Έλα βρε Γιάννη μου, Γιαννάκη μου, έλα. Θα 'χεις να λες πως κάποτε ήσουνα μεγάλος και τρανός.
Ήσουνα και υπουργός πανάθεμά σε τυχερέ. Μα ποιος θα νοιάζεται για σένα;
Σ' αυτά που έκαμες θα 'ναι η έγνοια τους. Και πως να τ' αλλάξουν, Γιάννη μου, Γιαννάκη μου.
Που ήσουνα παλικάρι, βρε παλικαράκι μου.

κι ύστερα, γιατρέ, την πάσα αυγή, 
την πάσα αυγή γιατρέ, με τα χαράματα
πάντα η καδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται.

Δεν θα 'χει μείνει τίποτε να δώσω. Μήτε σθένος στα μάτια να κοιτάξω.
Εκείνους που μαζί κινήσαμε γι' αλλού. Μα και τους άλλους. Τους πολλούς.
Π' ανασαίνουν μέσα στο ποτάμι. Που από μας περίμεναν.
Να μην προσκυνήσουμε κι αφέντες να μην κάμουμε.
Να μην Μερκελέψουμε, Γιάννη μου, Γιαννάκη μου, παλικαράκι μου.
Τι να πω σ' αυτούς! Στα μάτια, που μ' απορία κοιτάζουν.

Θ' ανάψουνε τα φουσέκια κι όλοι φωτιά θα γένουμε.
Γιάννη μου, Γιαννάκη μου, παλικαράκι μου. Άϊντε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου